συμβουλώ

συμβουλώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συμβουλώ" в других словарях:

  • συμβουλώ — άω, Ν [σύμβουλος] (στον Ερωτόκρ.) συσκέπτομαι («κάθου με το βασιλιό να συμβουλάτ ομάδι») …   Dictionary of Greek

  • συμβούλω — σύμβουλος adviser masc nom/voc/acc dual σύμβουλος adviser masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβούλῳ — σύμβουλος adviser masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμβούλω — συμβούλω , σύμβουλος adviser masc nom/voc/acc dual συμβούλω , σύμβουλος adviser masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμβούλῳ — συμβούλῳ , σύμβουλος adviser masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβούλωι — συμβούλῳ , σύμβουλος adviser masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»